Η επιστημονική απάντηση στην διδασκαλία της ιστορίας στην Ελλάδα σήμερα

Tις τελευταίες δεκαετίες ο νατοϊκός διεθνισμός έχει κυριαρχήσει σε όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής ιστοριογραφίας. Η επιστημονική ιστορική γραφή υπήρξε αυτή που έδωσε τον τόνο και το πρότυπο υπαγωγής στον διεθνισμό. Η εκλαϊκευτική ιστοριογραφία, αυτή δηλαδή που γράφεται συνήθως από μη ειδικούς με στόχο να καλλιεργήσει την λαϊκή συνείδηση, ακολούθησε, αν και σε αυτήν υπήρξαν και δείγματα αντίθεσης στο κυρίαρχο διεθνιστικό πρότυπο. Τέλος, η σχολική, αν και αντιστάθηκε περισσότερο, δεν κατόρθωσε και αυτή να αποφύγει την υποταγή της στα διεθνιστικά κελεύσματα. 
Η κυριαρχία της διεθνιστικής ιδεολογίας πρώτα πρώτα στην ακαδημαϊκή ιστοριογραφία επιβλήθηκε με σκοπό την επικράτηση του διεθνιστικού παγκοσμιοποιητικού μοντέλου, ώστε να καταστεί δυνατόν να αμβλυνθεί η συνείδηση πέρα από τον ελληνικό και των άλλων λαών, κυρίως των ευρωπαϊκών, προκειμένου να δεχθούν την απεμπόληση της ιδιαίτερης δικής τους εθνικής ιδιοπροσωπίας και στην συνέχεια και εκπροσώπησης. Εφόσον από τις πανεπιστημιακές έδρες διδασκόταν και διδάσκεται πως οι λαοί δεν υπάρχουν, δεν αποτελούν δηλαδή παρά κατασκευές των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, χωρίς κανέναν πραγματικό δεσμό και κοινό συμφέρον, είναι επόμενο να μπορέσει να γίνει αποδεκτή η άποψη πως θα πρέπει πλέον, με την νέα παγκόσμια συνείδηση, την οποία τους δίνει η νέα ιστοριογραφία, η «καθαρή» από τον εθνικισμό αλλά τόσο μολεμένη από τον διεθνισμό, να αποδεχθούν πως, σιγά σιγά βέβαια, θα πρέπει να απεμπολήσουν τα δικαιώματά τους και να πάψουν, εφόσον δεν υπάρχουν, να ζητούν να έχουν δημοκρατική εκπροσώπηση και διακυβέρνηση και στο τέλος κάθε μορφή εκπροσώπησης εντασσόμενοι στην παγκόσμια κυβέρνηση, που ολοένα και περισσότερο ευαγγελίζονται, τόσο οι ιστορικοί του κ. Σόρος και των ομοίων του, όσο και το πολιτικό και δημοσιογραφικό υπαλληλικό τους προσωπικό. 
Εφόσον λοιπόν με την κατευθυνόμενη χρηματοδότηση[1]ελέγχθηκε ο χώρος της πανεπιστημιακής ιστοριογραφίας, ο δρόμος πλέον ήταν διάπλατα ανοικτός για την επικράτηση του διεθνισμού και στην ευρείας κατανάλωσης εκλαϊκευτική ιστοριογραφία. Οι συγγραφείς αυτού του είδους, εκείνοι τουλάχιστον που εύρισκαν και βρίσκουν πρόθυμους τους εκδότες, ήταν και είναι, όσοι πειθαρχούν στα διεθνιστικά κελεύσματα της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Είναι αυτοί που μέσα από την αναγκαστική στην ιστορική εργασία επιλογή ανάμεσα στα γεγονότα, επέλεξαν πάντα όσα θα έπλητταν το παρελθν και ιδίως το εθνικό παρελθόν. Δεν είναι τυχαίο πως σε αυτήν την κατηγορία της ιστοριογραφίας εξιδανικεύθηκαν οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες, καθς η πολυεθνικότητά τους έδωσε αφορμή για να παρουσιαστούν ως διεθνιστικές κοινότητες, περίπου πρόδρομοι της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης. Αντίθετα, υπερτονίστηκαν και χρωματίστηκαν απολύτως αρνητικά τα κακώς κείμενα του εθνικισμού, στον οποίο πέρα από τα αντικειμενικά του μειονεκτήματα, προσγράφηκαν και πλήθος άλλων. 
Μετά δεν άργησε να έρθει και η επιβολή του διεθνισμού στην σχολική ιστοριογραφία, ή για να το σημειώσουμε καλύτερα, στα βιβλία ιστορίας που διδάσκονται στα σχολεία. Εκεί, λόγω της αντίδρασης της εκπαιδευτικής κοινότητας, αλλά και λόγω της πιθανολογούμενης αντίδρασης των γονέων, η μεταβολή της από εθνική σε παγκοσμιοποιητική υπήρξε πιο προσεκτική και πιο αργή. Την αργή αλλά σταθερή επιβολή φαίνεται πως χάλασε το βιβλίο ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού, όπου νεόκοπός τις ιστορικός πάλαι ποτέ καθηγήτρια γαλλικών με «ιερή» αφοσίωση στην προώθηση των συμφερόντων του διεθνισμού, κατόρθωσε με τον υπερβάλλοντα ζήλο που επέδειξε να προκαλέσει το σύνολο των Ελλήνων και σχεδόν το σύνολο των ειδικών. Παρότι γεννήθηκαν πρόσκαιρα κάποιες ελπίδες για αλλαγή του κλίματος, όταν το βιβλίο εκείνο αποσύρθηκε και ανατέθηκε η συγγραφή βιβλίου για την ιστορία της Στ΄ Δημοτικού σε ομάδα ιστορικών, φαίνεται πως η διεθνιστική νοοτροπία συνεχίζει να επικρατεί και το κυριότερο να επανέρχεται με άλλες μορφές. 
Βεβαίως, το τι γράφει ένας πανεπιστημιακός ή ένας οποιοσδήποτε συγγραφέας σε κάποιο βιβλίο που μπορεί κανείς ελευθέρως να αγοράσει και να διαβάσει, είναι κάτι πολύ διαφορετικό από ένα βιβλίο που προορίζεται για διδασκαλία στην εθνική δημόσια εκπαίδευση και το οποίο υποχρεωτικά θα διαβάσει κάθε Έλληνας δάσκαλος, αλλά κυρίως κάθε Έλληνας μαθητής. Και αυτό το δεύτερο, οφείλει, όχι πρωτίστως λόγω της συνταγματικής επιταγής, αλλά κυρίως λόγω της κοινής λογικής να υπηρετεί τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, ο οποίος το πληρώνει και επιτρέπει να διδαχθεί στα παιδιά του. Άλλωστε, θα ήταν τελείως παράλογο να προσπαθούμε να πείσουμε τον συλλογικό εαυτό μας πως δεν υπάρχει, ή έστω πως δεν αξίζει. Πρόκειται τότε για περίπτωση εθνικής αυτοχειρίας.

Και ανακύπτει, λοιπόν, το ερώτημα, τι κάνουμε; Τι μπορεί να γίνει ώστε να αποτραπεί αυτή η πνευματική αυτοχειρία. Αυτό ακριβώς είναι που θέλουμε να κάνουμε με την ΣΧ.ΙΣ.ΜΗ. Με την προσπάθειά μας αυτή, στην οποία συμπαρίστανται πολλοί συνάδελφοι και μαθητές, οι περισσότεροι από τους οποίους για να μπορέσουν να αποφύγουν τις διώξεις μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο προτιμούν να μην δημοσιευθεί το όνομά τους, αλλά ολόθερμα συμμετέχουν στο εγχείρημα και θα τους έχουμε αρωγούς σε επιμέρους δράσεις και προγράμματα, θα επιχειρήσουμε να δημιουργήσουμε μία ιστορική παιδεία τέτοια που να αναχαιτίσει την λαίλαπα της νατοϊκής ψευδοϊστορίας.
Σε όλα τα επίπεδα, αλλά με πρώτο και κύριο στις μέρες μας το ζήτημα της Μακεδονίας και την επιχειρούμενη αντικατάσταση της πραγματικής της ιστορίας από μία ψευδή, μία τεχνητή, την οποία εν πολλοίς επενόησε ο Κοτζιάς με τους Αμερικανούς και η οποία περιγράφεται ανάγλυφα στην συμφωνία των Πρεσπών, στην οποία ρητά προβλέπεται η σύσταση μικτών επιτροπών οι οποίες θα ελέγξουν τα σχολικά βιβλία εκατέρωθεν, ώστε να απαλείψουν ό,τι κάθε πλευρά θεωρεί αλυτρωτικό. Ήδη οι Σκοπιανοί απαιτούν να διαγραφούν από τα σχολικά μας βιβλία οι οποιεσδήποτε αναφορές στην Μακεδονία  μετά την αρχαιότητα. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, καλά τι ιστορία της Μακεδονίας θα διδαχθούν τα επόμενα χρόνια τα ελληνόπουλα. Επειδή πλέον θέλουν να ξεχάσουμε, η ορθή αντιμετώπιση είναι να μην ξεχάσουμε. Το διακύβευμα είναι πλέον η ίδια η ιστορική μας μνήμη, την οποία εάν χάσουμε, κυριολεκτικά χαθήκαμε. Για να μην το αφήσουμε αυτό να γίνει, υπάρχει πλέον ένα μετερίζι ιστορικού αγώνα, η ΣΧ.ΙΣ.ΜΗ.
ΠΩΣ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΩ;
Με διάφορους τρόπους. Με την συμμετοχή μου στα μαθήματα ιστορίας της ΣΧΙΣΜΗΣ στην Καλλιθέα, τον Πειραιά, τον Άλιμο, την Αθήνα και αλλού. Με την ενημέρωση άλλων ενδιαφερομένων για τα μαθήματα της ΣΧΙΣΜΗΣ. Με την συμμετοχή μου στις εκδηλώσεις, ομιλίες, δράσεις και προγράμματα της ΣΧΙΣΜΗΣ. Θέλω να κάνω κάτι για την πατρίδα; Θέλω να μάθουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου αληθινή ιστορία και όχι νατοϊκά ψέματα; Θέλω να υπάρξει η δυνατότητα μιας ισχυρής Ελλάδας; Θέλω να κάνω κάτι για την Μακεδονία; Τώρα μπορώ έμπρακτα να δράσω για όλα αυτά και η δράση μου να έχει άμεσο αντίκτυπο. 
Όπως έχουμε προαναφέρει, η χρηματοδότηση είναι παράγοντας επιβίωσης για τον ιστορικό. Σήμερα το κράτος, πλήρως υποταγμένο στα νατοϊκά κελεύσματα, αλλά και οι παραδοσιακοί ευεργέτες (π.χ. Ίδρυμα Ωνάση, Ίδρυμα Νιάρχου, Ίδρυμα Λάτση κτλ.) χρηματοδοτούν ανθελληνικά έργα, προγράμματα και ιστορικούς. Έτσι, επαγγελματίας, επιστήμονας δηλαδή πραγματικός, με έργο πρωτότυπο στην Ιστορία δεν μπορεί να υπάρξει εάν δεν εκφράζει ανθελληνικές απόψεις. Αυτό θέλουμε να αλλάξει με την ΣΧΙΣΜΗ. Η ΣΧΙΣΜΗ με την ενίσχυσή της από κάθε πατριώτη, κάθε Έλληνα που θέλει να αντιδράσει σε αυτήν την πνιγερή ανθελληνική ατμόσφαιρα, θα επιτρέψει όχι μόνο σήμερα, αλλά και στο μέλλον την διαιώνιση της ιστορικής αλήθειας. Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να χρηματοδοτήσουμε εμείς τους δικούς μας ιστορικούς, τους Έλληνες. Γιατί μέσα από τα μαθήματα της ΣΧΙΣΜΗΣ θα βγουν οι επόμενοι ιστορικοί, πραγματικοί, Έλληνες ιστορικοί και όχι νατοϊκοί χειροκροτητές σαν αυτούς που με αριστερούς ή φιλελεύθερους φιόγκους υπάρχουν σήμερα στα πανεπιστήμια της Ελλάδας. Οι καλύτεροι από τους νέους φοιτητές των μαθημάτων θα καθοδηγούνται ειδικότερα και θα βοηθούνται στην συγγραφή πρωτότυπων ιστορικών εργασιών, ώστε αργότερα να αναλάβουν και εκείνοι διδακτικά καθήκοντα σε άλλα μαθήματα τα οποία θα μπορέσουμε με την υποστήριξή σας να προσφέρουμε στο μέλλον. Δεν θέλουμε να κάνουμε απλώς κάτι, ξέρουμε και έχουμε το σχέδιο για να επιφέρουμε αλλαγές, για να διαλύσουμε την ζοφώδη άγνοια που επικρατεί περί την ιστορία και να δημιουργήσουμε μία γενιά νέων Ελλήνων ιστορικών που θα κάνουν ιστορία με γνώμονα την αλήθεια και όχι το κάθε ανθελληνικό κέντρο που θα τους χρηματοδοτεί. Αλλά για να γίνει αυτό, χρειαζόμαστε την βοήθεια όλων. 

ΤΙ ΚΑΝΩ ΕΑΝ ΕΙΜΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ; 
Λαμβάνω μέρος στα μαθήματα, παρακινώ συναδέλφους και γονείς να κάνουν το ίδιο. Στα μαθήματα θα έχω την ευκαιρία να πληροφορηθώ στρατηγικές με τις οποίες θα μπορώ να διδάσκω την ιστορική αλήθεια παρακινώντας και τους υπόλοιπους συναδέλφους σε αυτήν την κατεύθυνση. 
ΤΙ ΚΑΝΩ ΕΑΝ ΕΙΜΑΙ ΠΑΠΑΣ; 
Παπά μου, σήκω, πάρε θέση! Πες για τα μαθήματα στο κήρυγμα, ενίσχυσε, φιλοξένησε μαθήματα της ΣΧΙΣΜΗΣ στην ενορία σου. 
ΤΙ ΚΑΝΩ ΕΑΝ ΕΙΜΑΙ ΦΟΙΤΗΤΗΣ; 
Συμμετέχω στα μαθήματα και παρακινώ και συμφοιτητές μου να κάνουν το ίδιο. Στα μαθήματα, εφόσον είμαι φοιτητής θεωρητικών σπουδών, θα αντιληφθώ τι είναι ψέμα και τι αλήθεια από αυτά που διδάσκομαι στο πανεπιστήμιο. Θα μπορέσω να καταλάβω και να οδηγήσω το μυαλό μου, αφενός σε πρωτότυπη έρευνα και αφετέρου στην πραγματική ιστορία αποφεύγοντας την νατοϊκά κατασκευασμένη ψευδοϊστορία. 


[1]Η χρηματοδότηση είναι όρος επιβίωσης για τους περισσότερους θεωρητικούς επιστήμονες και ιδίως τους ιστορικούς. Οι δυνατότητες απασχόλησης πέρα από την πανεπιστημιακή διδασκαλία είναι ελάχιστες και ως εκ τούτου κατά τα χρόνια των πολυετών σπουδών τους οι ιστορικοί στηρίζονται στην χρηματοδότηση με την μορφή υποτροφιών ή ένταξης των διατριβών τους σε ερευνητικά προγράμματα. Χωρίς αυτήν την χρηματοδότηση είναι αδύνατη η διεξαγωγή ιστορικής έρευνας. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα οι φορείς που θα χορηγούσαν υποτροφίες ή θα χρηματοδοτούσαν ερευνητικά προγράμματα με μη διεθνιστικό σκοπό και στοχοθεσία εξέλειπαν. Ακόμη και παραδοσιακοί εθνικοί ευεργέτες άρχισαν να χρηματοδοτούν παράλληλα με τις εθνικού χαρακτήρα ιστορικές έρευνες και διεθνιστικές. Έτσι, σε συνδυασμό με την κρατική, την ευρωπαϊκή και την ιδιωτική εκ του εξωτερικού χρηματοδότηση, που απέκλειαν και αποκλείουν τα ιστορικά έργα με εθνικό προσανατολισμό, κυριάρχησε απόλυτα η διεθνιστική γραμμή. Πρβλ. Σπ. Βρυώνης, «Κοινωνικές επιστήμες, έθνος και εθνικισμός», στο: Ελληνισμός και Ευρώπη: Διαχρονική θεώρηση, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, 2011, 85-95.   

Σχόλια